- σαρκοβόρων
- σαρκοβόροςeating fleshmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μουστελίδες — (mustelidae). Μεγάλη οικογένεια θηλαστικών της τάξης των σαρκοβόρων. Το μήκος των ζώων αυτών ποικίλλει ανάλογα με το είδος από 0,20 έως 1,50 μ.· το σώμα τους έχει σχήμα επίμηκες και καλύπτεται με πυκνό και απαλό τρίχωμα· τα πόδια έχουν 5 δάχτυλα … Dictionary of Greek
γενετή — (genetta). Επιστημονική ονομασία είδους σαρκοβόρων ζώων της οικογένειας των μοσχογαλιδών, που την αποτελούν ζώα μήκους περίπου 1 μ., με κηλιδωτό τρίχωμα, ευκίνητα και αιμοβόρα. Όπως όλα τα αιλουροειδή και τα αρπακτικά, έτσι και τα σαρκοβόρα αυτά… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
μουστάκι — το (ΑΜ μουστάκιον, Μ και μουστάκι και μουστάκιν) νεοελλ. η υπήνη τού προβόλου τών ιστιοφόρων νεοελλ. μσν. 1. το σύνολο τών τριχών που φύονται στο άνω χείλος 2. στον πληθ. τα μουστάκια α) οι σκληρές μακριές τρίχες που φέρουν τα θηλαστικά και… … Dictionary of Greek
τριχινίαση — η, Ν ιατρ. παρασίτωση τού ανθρώπου και πολλών σαρκοβόρων ζώων, που οφείλεται στις νύμφες τού νηματώδους σκώληκα Trichinella spiralis, αλλ. τριχίνωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. trichiniasis < trichina (βλ. λ. τριχίνη) + iasis (<… … Dictionary of Greek
υαινίδες — Οικογένεια σαρκοβόρων θηλαστικών. Βλ. λ. ύαινα. * * * οι, Ν ζωολ. οικογένεια σαρκοφάγων θηλαστικών με τυπικό εκπρόσωπο το γένος ύαινα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyaenidae (< λατ. hyaena < ὕαινα). Η λ., στον λόγιο τ. ὑαινίδαι,… … Dictionary of Greek
υαινοδοντίδες — (Hyaenodontidae). Οικογένεια σαρκοβόρων θηλαστικών, από την κατηγορία των ψευδοκριοδόντων, που έζησε κατά το παλαιογενές της τριτογενούς διάπλασης στην Ευρώπη και βόρεια Αμερική. Τα ζώα της οικογένειας αυτής είχαν μακρουλό και χοντροκομμένο… … Dictionary of Greek
ψυχοφάγος — ον, Μ ψυχοφθόρος («κατὰ τῶν ἀσάρκων μὲν ἄλλως δὲ σαρκοβόρων, εἰπεῑν δὲ καὶ ψυχοφάγων ὀρνέων», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + φάγος*] … Dictionary of Greek
ερπηστίδες — (herpestidae). Οικογένεια σαρκοβόρων αιλουροειδών ζώων. Έχουν δάχτυλα με γαμψά και δυνατά νύχια που, για να προφυλάσσονται από τη φθορά, συμπτύσσονται σε ειδικές πτυχές του δέρματός τους κατά το περπάτημα. Το σώμα τους είναι λεπτό και ευκίνητο,… … Dictionary of Greek
μοσχογαλές ή βιβέρες — (viverridae). Οικογένεια σαρκοφάγων θηλαστικών, που περιλαμβάνει 20 γένη και 34 είδη, τα οποία, προσαρμοσμένα στα πιο διαφορετικά περιβάλλοντα, είναι διαδεδομένα στην Ασία, στην Αφρική και λιγότερο στη νότια Ευρώπη. Το σώμα των μ., που είναι… … Dictionary of Greek